-
1 рукоятка
-и θ.λαβή, χειρολαβή• λαβή εργαλείου ή σκεύους•рукоятка кинжала η λαβή του μαχαιριού•
рукоятка плуга αλετρόχερο, αλετροχέρα, ο χερουλάτης.
-
2 рукоятка
-
3 дужка
дужкаж1. уменыи. τό χεροῦλι·2. (у сосуда и т. п.) τό χεροῦλι:\дужка шпаги ἡ λαβή τοϋ σπαθιού· \дужка у сосу́да ἡ λαβή (или τό χερούλι, τό χέρι) ἀγγείου. -
4 рукоятка
рукоятка, рукоятьж1. (оружия) ἡ λαβή, ἡ χερολαβή·2. (механизма.) τό στειλιάρι, ἡ μαναβέλλα, ἡ μανιβέλλα:\рукоятка затвора воен. ἡ λαβή τοδ κινητού οὐραίου. -
5 рукоять
рукоятка, рукоятьж1. (оружия) ἡ λαβή, ἡ χερολαβή·2. (механизма.) τό στειλιάρι, ἡ μαναβέλλα, ἡ μανιβέλλα:\рукоять затвора воен. ἡ λαβή τοδ κινητού οὐραίου. -
6 хватка
хваткаж1. прям., перен τό πιάσιμο, τό σφίξιμο, ἡ λαβή·2. (уменье, ловкость) ἡ μαστοριά, ἡ καπατσοσύνη:\хватка в работе ἡ καπατσοσύνη στή δουλειά· ◊ мертвая \хватка а) ἡ θανατική λαβή, б) τό δάγκαμα θανάτου (о животных). -
7 черенок
черенокм1. бот. τό μπόλι, τό ἔνθεμα, τό ἐμβόλιο[ν] (для прививки)! τό μόσχευμα (для посадки)·2. (ручка) ἡ λαβή, τό χερούλι:\черенок ножа ἡ λαβή τοῦ μαχαιριοῦ. -
8 одноручный
επ.με μια λαβή•-ая пила πριόνι με μια λαβή.
-
9 ручка
-и θ.1. χεράκι.2. λαβή, χερούλι•-чемодана η λαβή της βαλίτσας.
3. βλ. подлокотник.4. κονδυλοφόρος.εκφρ.автоматическая ручка – βλ. авторучка; до -и (απλ.) σε αδιέξοδο (φέρω, οδηγώ)•под -у – αγκαζέ, αλα-μπράτσα•подойти к -е – παλ. πλησιάζω να φιλήσω το χέρι•пожалуйте -у – παλ.επιτρέψτε μου να φιλήσω το χέρι σας. -
10 черенок
-нка α.1. η λαβή• το στειλιάρι. -ножэ. η λαβή του μαχαιριού•черенок молотка το στειλιάρι του σφυριού.
2. κλαδάκι, βλασταρά-κι•черенок для прививки κλαδάκι για εμβολιασμό.
-
11 гриф
Ι1. (печать, штемпель) το μονόγραμμα, η σφραγίδα, η μονογραφή 2. (на документе) о βαθμός, η διαβάθμιση (του εγγράφου). II.муз. η λαβή (μουσικού οργάνου).III.зоол. ο γύψ, разг. о γύπας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гриф
-
12 захват
1. (воды, воздуха, пыли, газа и т п.) η κατακράτηση 2. (механизм, устройство) η λαβή, η αρπάγηвращающийся - полигр. περιστρεφόμενη -челюстной (погрузчика) - με δαγκάνα (του φορτωτή) Захватывание) το άρπαγμα, η αρπαγή4. (взятие силой) το πάρσιμο, η κατάληψη, η κυρίευση 5. с.-х. см. запал II 6. (рлк) о εγκλωβισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > захват
-
13 приём
1. (способность достижения, осуществления чего-л.) о τρόπος, η μέθοδος, η τεχνική 2. (сообщений) η λήψη 3. (напр. у врача) η επίσκεψη 4. (количество чего-л, принимаемое за один раз) η δόση, η λήψη 5. (движение, упражнение) η κίνηση, ο τρόπος, η λαβή 6. (встреча, собрание приглашённых лиц у кого-л.) η δεξίωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приём
-
14 рукоятка
1. (ручного инструмента, оружия) η χειρολαβή, η λαβή 2. (механизма) το χερούλι, η μανιβέλα (ξεν.)заводная - (авто) ο στρόφαλος, η μανιβέλαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рукоятка
-
15 ручка
η λαβή, το χερούλι, η χειρολαβήдверная - το χερούλι της θύρας/πόρταςзаводная - ο χειροστρόφαλος, η μανιβέλα- привода (напр. рубильника выключателя) о μοχλός χειρισμού, ο μοχλός χειριστηρίου- рулевого управления (самолёта) το χειριστήριο, η ράβδος χειρισμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ручка
-
16 схват
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > схват
-
17 гриф
гриф Iλ1. миф. ὁ γρύψ·2. (птица) ὁ γυπαετός, ὁ κόνδωρ.гриф IIм муз. ἡ λαβή μουσικού ὁργάνου.гриф IIIм (подпись) τό μονόγραμμα, ἡ τζίφρα. -
18 кнутовище
кнут||ови́щес ἡ λαβή τοῦ κνούτου. -
19 набалдашник
набалдашникм ἡ λαβή μπαστουνιοῦ. -
20 ручка
ручкаж1. уменьш. ἡ μικρά χείρ, τό χεράκι·2. (рукоятка) ἡ (χειρο)λαβή, τό χεροῦλι, τό στειλιάρι / ἡ μανιβέλλα (механизма):дверная \ручка τό χερούλι τῆς πόρτας·3. (для письма) κονδυλοφόρος:автоматическая \ручка ὁ στυλογράφος.
См. также в других словарях:
λαβή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβή — η (AM λαβή) 1. το μέρος ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί κάποιος να τό πιάσει ή να τό κρατήσει ή να τό χρησιμοποιήσει, χερούλι, χέρι, πιάσιμο (α. «λαβή στάμνας» β. «λαβή όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», Δημοσθ.) 2 … Dictionary of Greek
λαβή — η 1. το μέρος απ όπου κρατούμε κάτι, το χερούλι: Άρπαξε το μαχαίρι από τη λαβή. 2. μτφ., αφορμή: Μη δίνεις συνεχώς λαβή για σχόλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαβῇ — λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor subj pass 3rd sg λαβή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβη — λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβῃ — λαμβάνω a aor subj mp 2nd sg λαμβάνω a aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβηι — λάβῃ , λαμβάνω a aor subj mp 2nd sg λάβῃ , λαμβάνω a aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβαῖς — λαβή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβαί — λαβή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβῆς — λαβή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβήν — λαβή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)